φυλλολόγος
From LSJ
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
English (LSJ)
ὁ, leaf picker, one who thins foliage, PLond.1821.384.
Greek Monolingual
ὁ, Α
αυτός που μαζεύει φύλλα για να τά χρησιμοποιήσει ως ζωοτροφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + -λόγος].