θυράγματα
From LSJ
ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω → the oaths of a woman I inscribe on water, I write a woman's oaths in water
Full diacritics: θῠράγματα | Medium diacritics: θυράγματα | Low diacritics: θυράγματα | Capitals: ΘΥΡΑΓΜΑΤΑ |
Transliteration A: thyrágmata | Transliteration B: thyragmata | Transliteration C: thyragmata | Beta Code: qura/gmata |
τά, (θυράζω) ἀφοδεύματα, Hsch.
θυράγματα: τά, (θυράζω) = ἀφοδεύματα, Ἡσύχ.
θυράόγματα, τὰ (Α) θυράζω
(κατά τον Ησύχ.) «ἀφοδεύματα».