θαμυρός
From LSJ
Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf
English (LSJ)
ά, όν, frequented, ὁδός Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰμῠρός: -ά, -όν, συχναζόμενος, ὁδός, ἡ λεωφόρος, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
θαμυρός, -ά, -όν (Α)
πολυσύχναστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. Θάμυρις.