οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
Full diacritics: ἀκάνιον | Medium diacritics: ἀκάνιον | Low diacritics: ακάνιον | Capitals: ΑΚΑΝΙΟΝ |
Transliteration A: akánion | Transliteration B: akanion | Transliteration C: akanion | Beta Code: a)ka/nion |
ἀκάνθιον Hsch.α 2267 (cód.).
ἀκάνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἄκανος, «ἀκάνιον, ἀκάνθιον», Ἡσύχ.
ἀκάνιον, το (Α) ἄκανος
μικρός άκανος, αγκαθάκι.