ἕστηκα
From LSJ
ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends
English (LSJ)
ἑστήξω and Ἑσπέρ-ομαι, ἔστησα, ἔστην, ἑστηώς, v. ἵστημι.
French (Bailly abrégé)
pf. de ἵστημι.
Russian (Dvoretsky)
ἕστηκα: pf. к ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
ἕστηκα: ἑστήξω, καὶ -ομαι, ἕστησα, ἕστην, ἑστηώς, ἴδε ἵστημι.
Greek Monotonic
ἕστηκα: -ειν, αμτβ. παρακ. και υπερσ. του ἵστημι· ἕστην, αόρ. βʹ· ἕστηξω, -ομαι, μέλ.