οἰνόεις

Revision as of 09:36, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

οἰνόεσσα, οἰνόεν, of or with wine; v. οἰνοῦττα.

French (Bailly abrégé)

όεσσα, όεν;
de vin ; subst. att.οἰνοῦττα :
1 gâteau fait d'orge, d'eau, d'huile et de vin;
2 sorte de plante vénéneuse.
Étymologie: οἶνος.

Greek (Liddell-Scott)

οἰνόεις: εσσα, εν, ὁ ἀνήκων εἰς οἶνονπλήρης οἴνου· ἴδε οἰνοῦττα.

Greek Monolingual

οἰνόεις, -εσσα, -εν (Α)
γεμάτος με κρασί ή αυτός που έχει τη γεύση ή τη σύσταση του κρασιού, οινώδης, οινοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + κατάλ. -όεις (πρβλ. αστερόεις)].

Greek Monotonic

οἰνόεις: -εσσα, -εν (οἶνος), αυτός που περιέχει ή προορίζεται για κρασί.

Middle Liddell

οἰνόεις, εσσα, εν οἶνος
of or with wine.

German (Pape)

εσσα, εν, von, mit Wein gemacht, ἡ οἰνοῦττα, att. zusammengezogen = οἰνόεσσα,
1 ein aus Graupen, Wasser, Öl und Wein gemachter Brei oder Kuchen, den besonders die athenischen Ruderer bekamen, Ar. Plut. 1121, vgl. Böckhs Staatshaush. I p. 309 und Ath. IV.114f, Poll. 6.23, 76.
2 eine Pflanze, Arist. bei Ath. X.429d, Ael. V.H. 2.40.