φίλευνος

Revision as of 09:38, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

φίλευνον, fond of the marriage bed, Anacreont. 1.7.

German (Pape)

[Seite 1276] das Bett, den Beischlaf liebend, Anacr. 1, 7.

Russian (Dvoretsky)

φίλευνος: любящий брачные наслаждения Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

φίλευνος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν γαμήλιον εὐνήν, Ἀνακρέοντ. 1. 7.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που αγαπά το συζυγικό κρεβάτι, δηλαδή την συνουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ευνος (< εὐνή «κρεβάτι»), πρβλ. ὅμευνος].