διατιτραίνω
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
διατιτράω, διατίτρημι, v. διατετραίνω.
Greek (Liddell-Scott)
διατιτραίνω: διατιτράω, ἴδε ἐν λ. διατετραίνω.
German (Pape)
= διατιτράω, Theophr.