μαζοποιός
From LSJ
Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt
English (LSJ)
μαζοποιόν, making barley-bread, Glossaria.
Greek (Liddell-Scott)
μαζοποιός: -όν, κατασκευάζων μᾶζαν, ἄρτον κρίθινον, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ο (Α μαζοποιός)
νεοελλ.
στρατιώτης που ζυμώνει ψωμιά
αρχ.
αυτός που παρασκευάζει κριθαρένιο ψωμί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μᾶζα + -ποιός (< ποιῶ)].