αὐρινός
From LSJ
English (LSJ)
αὐρινή, αὐρινόν, of the morrow, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que pertenece a mañana, del día siguiente, Gloss.2.251.
Greek (Liddell-Scott)
αὐρινός: -ή, -όν, ὁ τῆς αὔριον, «αὐρινὸς διὰ τοῦ ι· ἐπὶ καιροῦ γάρ ἐστιν» Χοιροβ. ἐν Ὀρθογρ., ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 331.