νηοῦχος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Full diacritics: νηοῦχος | Medium diacritics: νηοῦχος | Low diacritics: νηούχος | Capitals: ΝΗΟΥΧΟΣ |
Transliteration A: nēoûchos | Transliteration B: nēouchos | Transliteration C: nioychos | Beta Code: nhou=xos |
φύλαξ πλοίου, Hsch.
νηοῦχος: -ον, (ἔχω) «φύλαξ πλοίου» Ἡσύχ.
νηοῦχος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «φύλαξ πλοίου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νηός «πλοίο» + -οῦχος (< ἔχω)].
schiffe haltend, festhaltend, φύλαξ πλοίου, Hesych.