δρίμαι
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Full diacritics: δρίμαι | Medium diacritics: δρίμαι | Low diacritics: δρίμαι | Capitals: ΔΡΙΜΑΙ |
Transliteration A: drímai | Transliteration B: drimai | Transliteration C: drimai | Beta Code: dri/mai |
δρίμαι: ψῦχος, Ἡσύχ. (Ἡ συνήθεια ὀνομάζει δρίμες καὶ δρίματα τὰς πέντε πρώτας ἡμέρας τοῦ Αὐγούστου, καθ’ ἃς αἱ γυναῖκες δὲν πλύνουσι).