λέκτο
From LSJ
ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰκουμένην → friendship runs all over the earth
English (LSJ)
French (Bailly abrégé)
3ᵉ sg. ao.2 Moy. épq. de λέγω¹;
3ᵉ sg. ao.2 Moy. épq. de λέγω².
Russian (Dvoretsky)
λέκτο: и ἔλεκτο эп. 3 л. sing. aor. к λέγω I и II.
Greek (Liddell-Scott)
λέκτο: ἴδε λέγω Α, Β.
English (Autenrieth)
see λέγω.
Greek Monotonic
λέκτο:1. γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του λέγω (Α).
2. Μέσ. αόρ. βʹ του λέγω (Β).