ὑπέραντλος

Revision as of 10:24, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ὑπέραντλον, prop. of a ship,
A full of water (ἄντλος), water-logged, AP5.203 (Mel.), Ph.1.670, Plu.Luc.13, Poll. 1.92, etc.: metaph., of the ship of state, D.C.52.16.
2 of persons, φορτί' ἐξέρριψ' ὑ. γενόμενος Diph.43.12: metaph., over-charged, Luc.Tim.18; συμφορᾷ E.Hipp.767 (lyr.); ταῖς φροντίσιν Plu. Mar.45.
II overflowing, σιτοθῆκαι Them.Or.18.221b: metaph., ὕβρις Luc.Tim.4.

German (Pape)

[Seite 1191] eigtl. vom Schiffe, von eindringendem Wasser überschwemmt, ganz leck, so daß kein Ausschöpfen mehr hilft, ὁλκός, Plut. Luc. 13; vgl. Luc. Tim. 18; dah. übertr., vom Übermaaß des Leidens niedergedrückt, χαλεπᾷ ὑπέραντλος οὖσα συμφορᾷ, Eur. Hipp. 767; auch ὕβρις, übermäßig, Luc. Tim. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
litt. qu'on ne peut vider ou épuiser, d'où
1 en parl. d'un navire qui fait eau de toutes parts ; fig. inondé, submergé : συμφορᾷ EUR par le malheur ; ταῖς φροντίσιν PLUT surchargé de soucis;
2 p. anal. en parl. de choses (provisions, etc.) inépuisable ; fig. immense, sans bornes.
Étymologie: ὑπέρ, ἄντλος.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέραντλος:
1 переполненный течью (ἡ ὁλκάς Plut.);
2 обремененный, удрученный (συμφορᾷ Eur.; ταῖς φροντίσιν Plut.);
3 обильный (sc. πλοῦτος) Luc.;
4 безмерный (ὕβρις Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέραντλος: -ον, κυρίως ἐπὶ πλοίου, ὅλως πλήρης ὕδατος (ἄντλος), Ἀνθ. Π. 5. 204, Πλουτ. Λούκουλλ. 13, Πολυδ. Α΄, 92, κλπ.· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ σκάφους τῆς Πολιτείας, Δίων Κ. 52. 16. 2) ἐπὶ προσώπων, φορτί’ ἐξέρριψ’ ὑπ. γενόμενος Δίφιλος ἐν «Ζωγράφῳ» 2. 12· μεταφορ., ὑπερβολικός, πλήρης, Λουκ. Τίμ. 18· ὑπέραντλος συμφορᾷ Εὐρ. Ἱππ. 767· ταῖς φροντίσιν Πλουτ. Μάρ. 45. ΙΙ. ὑπερχειλίζων, σιτοθήκη Θεμίστ. 221Β· ὕβρις Λουκιαν. Τίμ. 4, ἔνθα ἴδε Hemst. - Καθ’ Ἡσύχ.· «ὑπέραντλα· πολλά».

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για πλοίο) πλημμυρισμένος από νερόπρός τε τὴν θάλασσαν ἤδη βαρείας καὶ ὑπεράντλου γενομένης», Πλούτ.)
2. ξέχειλοςὑπέραντλος σιτοθήκη», Θεμίστ.)
3. καταβεβλημένος από θλίψεις και ατυχίες («χαλεπᾷ ὑπέραντλος οὖσα συμφορᾷ», Ευρ.)
4. υπερβολικός, ανυπόφοροςὑπέραντλος ὕβρις», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἄντλος «αμπάρι πλοίου, το ακάθαρτο νερό που συρρέει στο εσωτερικό του πλοίου, η θάλασσα» (πρβλ. κάταντλος)].

Greek Monotonic

ὑπέραντλος: -ον, λέγεται για πλοίο, γεμάτος νερό, πλημμυρισμένος, σε Πλούτ.· μεταφ., επιφορτισμένος, επιβαρυμένος, ὑπέραντλος συμφορᾷ, σε Ευρ.· ταῖς φροντίσιν, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑπέρ-αντλος, ον,
of a ship, quite full of water (ἄντλοσ), water-logged, Plut.:—metaph. overcharged, ὑπέραντλος συμφορᾷ Eur.; ταῖς φροντίσιν Plut.