χαλκίζω
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
A shine like brass, χ. τὴν χροιάν Sch.Il.14.291; of snakes, χρώματι χ. Philum. Ven.32.1; ring like brass, φωνὴ χαλκίζουσα Poll.2.117.
II play the game χαλκισμός, 'spin a copper', Alex.337, Herod.3.65, Poll.7.105, 206; cf. χαλκίνδα.
German (Pape)
[Seite 1330] 1) wie Erz od. Kupfer glänzen, klingen, φωνὴ χαλκίζουσα, eine starke, helltönende, metallreiche Stimme, Poll. 2, 117. – 2) das Spiel mit Kupfermünzen, χαλκισμός, oder χαλκίνδα spielen, Poll. 7, 206; = χαλκῷ κυβεύειν, Alexis in B. A. 116.
Greek (Liddell-Scott)
χαλκίζω: λάμπω ὡς χαλκός, χαλκίζειν τὴν χροιὰν Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 291· ἠχῶ ὡς χαλκός, φωνὴ χαλκίζουσα Πολυδ. Β΄, 117. ΙΙ. παίζω τὴν παιδιὰν χαλκισμός, περιδινῶ χαλκοῦν νόμισμα ὀρθὸν καὶ σταματῶ αὐτὸ μὲ ὄρθιον τὸ δάκτυλον πρὶν καταπέσῃ, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 77 «χαλκίζειν δὲ παιδιᾶς τι εἶδος, ἐν ᾗ νομίσματι ἠρτίαζον» Πολυδ. Ζ΄, 105, 206· πρβλ. χαλκίνδα.
Greek Monolingual
ΜΑ χαλκός
λάμπω όπως ο χαλκός («χαλκίζειν τῇ χροιᾷ», Ευστ.)
αρχ.
1. ηχώ όπως ο χαλκός όταν κρούεται («φωνὴ χαλκίζουσα», Πολυδ.)
2. παίζω το παιχνίδι χαλκισμός.