ἡγεμόνη
τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream
English (LSJ)
Dor. ἁγεμόνη JHS3.353 (Aetol.), fem. of ἡγεμών:—queen, epithet of Artemis, Call.Dian.227, Ant.Lib.4.5; Ἄρτεμις Ὀρθωσία 'H. IG2.1663c; of Aphrodite, Hsch.; at Athens, one of the Charites, Paus.9.35.2; flagship, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1150] ἡ, fem. zu ἡγεμών, Anführerinn, Gebieterinn, Beiname mehrerer Göttinnen, bes. der Artemis, Callim. Dian. 227; Paus. 3, 14, 6, vgl. 9, 35, 2; a. Sp. Vgl. auch ἡγεμόνεια.
Greek (Liddell-Scott)
ἡγεμόνη: θηλ. τοῦ ἡγεμών, = ἡγεμόνεια, βασίλισσα, ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 227, Παυσ. 9. 35, 2· τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσύχ.
Spanish
Greek Monolingual
ἡγεμόνη, δωρ. τ. άγεμόνη, ἡ (Α)
1. (ως επίθ. της Αρτέμιδος και της Αφροδίτης) βασίλισσα
2. ως κύριο όν. (στην Αθήνα) ἡ Ἡγεμόνη
μια από τις Χάριτες
3. (κατά τον Ησύχ.) «ναυαρχίς».
[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. και σπάνιο παράγ. του ηγεμών, -όνος].
Léxico de magia
ἡ reina ref. a Hécate-Selene-Ártemis δεῦρ', Ἑκάτή, ... εὐπατόρεια, δᾳδοῦχε, ἡ. aquí, Hécate, noble por nacimiento, portadora de antorcha, reina P IV 2718