ἀντολίη
Κρεῖττον σιωπᾶν ἐστιν ἢ λαλεῖν μάτην → Silentium anteferendum est vaniloquentiae → Das Schweigen übertrifft vergebliches Geschwätz
English (LSJ)
ἡ, collat. poet. form of ἀνατολή, Androm. ap. Gal.14.37, APl.4.61 (Crin., pl.), Epigr.Gr. 441 (Trachonitis), al.; personified, PMag.Berol.2.9.3.
2 as adjective, eastern, ἐν ἀντολίη.. ἀρούρη Nonn. D. 25.98.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): ἀντολία SB 10230.5 (III d.C.); dud. ἀντελία Corinn.41.fr.2.3
1 salida de un astro, gener. del sol amanecer Corinn.l.c., ἱλαρὴν δέ<ρ>ξεαι ἀντολίην Androm.92.
2 oriente, este νηοῦ ἐνὶ προδόμῳ ἀντίον ἀντολίης SB 7905.5 (II d.C.), ἀντολίης ὑπὸ πέζαν Nonn.D.27.162, cf. 32.50, δύσις ἀντολίη τε μεσημβρίη τε καὶ ἄρκτοι ... κλέος ἀείδουσιν GVI 655.3 (Traconítide II/III d.C.), en plu. AP 16.61 (Crin.)
•personificado PMag.2.93.
3 prob. nacimiento ζωῆς ἄλγος ὑπάγω ὅπως γέννηται ἀντολία παίδων ἐμῶν SB l.c.
•de Cristo encarnación σῆς, Μάκαρ, ἀντολίης θεεικὴν δόσιν ICr.2.24.13.14 (IV d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντολίη: ἡ, ποιητ. = ἀντολή, ἀνατολή, Ἀνθ. Πλαν. 61, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 441, κ. ἀλλ.: - ἀντολίηθε, ἐπίρρ. ἀντὶ ἀνατολίηθε, ἐξ ἀνατολῶν, Ὀππ. Κ. 2. 123, Μανέθ. 2. 49, κτλ.: - ἀντολίηνδε, πρὸς ἀνατολάς, Διον. Π. 260. 2) ὡς ἐπίθ. ἀνατολική, ἐν ἀντολίῃ ... ἀρούρῃ Νόνν. Δ. 25. 98.
Greek Monotonic
ἀντολίη: ἡ, ποιητ. τύπος του ἀνατολή, ἀντολή, σε Ανθ.
German (Pape)
ἡ, poet. für ἀνατολή, ἀντολίηθε, vom Morgen her, Opp. Cyn. 2.123; adj. ἀντολίη ἄρουρα Nonn. 25, 98.