νομιτεύομαι
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
English (LSJ)
A = νομίζω 1.3, μέτροις οἷς ἡ πόλις ν. OGI579 (Cilicia); ἀστραγάλοις ν. Phld.Sto.339.14.
II Pass., = νομιστεύομαι, OGI 339.44 (Sestos, ii B.C.), PFlor.1.6 (ii A.D.), etc.
Greek Monolingual
νομιτεύομαι (Α)
1. (σχετικά με νομίσματα ή σταθμά) έχω σε ισχύ
2. είμαι σε κυκλοφορία, ισχύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. μτγν. τ. του νομιστεύομαι (πρβλ. θεμιστεύω—θεμιτεύω)].