αὐτίτης
English (LSJ)
[ῑ], ου, ὁ,
A (αὐτός by oneself, alone, Arist.Fr.668.
II as substantive, αὐτίτης (sc. οἶνος), ὁ, homemade wine, Telecl.9, Polyzel.1, Hp.Morb.3.14.
Spanish (DGE)
-ου
1 solitario αὐ. καὶ μονώτης εἰμί Arist.Fr.668, cf. Demetr.Eloc.164, Ἀριστοτέλης τὸν αὐτίτην (ἔφη) οἷον τὸν μόνον ὄντα Demetr.Eloc.97.
2 ὁ αὐ. (sc. οἶνος) vino del país, vino de la tierra Telecl.9, Polyzel.1.
3 del mismo año οἶνος αὐ. vino nuevo Hp.Morb.3.14, Hp. en Gal.19.87; cf. αὐτοετίτης.
German (Pape)
οἶνος, ganz reiner, unvermischter Wein, Hippoor., d.i. ἀπαράχυτος nach Erot., αὐτοετής nach Galen.; Ath. I.31e; bei Teleclid. von Suid. und B.A. 464 αὐθιγενής erkl.; Poll. 6.17 ἐπιχώριος, Landwein.
Russian (Dvoretsky)
αὐτίτης: (ῑ) живущий сам по себе, особняком (αὐ. καὶ μονώτης Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (αὐτὸς) ὁ καθ’ ἑαυτόν, μονήρης, Ἀριστ. παρὰ Δημ. Φαλ. 144. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., αὐτίτης (ἐνν. οἶνος) ὁ, αὐθιγενής, ἐντόπιος, ἐπιχώριος, Τηλεκλείδ. ἐν «Ἀμφικτύοσι» 9, ἀπαράχυτος, ἀμιγής, ἁγνός, «οἶνος αὐτίτην τὸν ἀπαράχυτον ὡς καὶ Πολύζηλος ἐν Δημοτυνδάρεῴ φησιν» Ἀποσπ. Κωμ. Meineke τόμ. Β΄, σ. 477· ἔκδ. ἐλάσσων, Ἱππ. 492. 4.
Greek Monolingual
αὐτίτης, ο (Α) αυτός
1. μόνος του, από μόνος του
2. ως ουσ. (για κρασί) σπιτικό κρασί.