περικατάληπτος

From LSJ
Revision as of 10:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικατάληπτος Medium diacritics: περικατάληπτος Low diacritics: περικατάληπτος Capitals: ΠΕΡΙΚΑΤΑΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: perikatálēptos Transliteration B: perikatalēptos Transliteration C: perikataliptos Beta Code: perikata/lhptos

English (LSJ)

περικατάληπτον,
A overtaken and surrounded, Philippid.24, D.S.2.50, etc.; by death, Phld.Mort.39.
2 detected, LXX 2 Ma.14.41, D.S.4.76, Theodor. ap. Stob.4.20.71.

German (Pape)

[Seite 579] dabei, darüber ergriffen; Sp., wie Plut.; Schol. Il. 18, 486.

Russian (Dvoretsky)

περικατάληπτος: окруженный, т. е. задержанный или схваченный Diod., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

περικατάληπτος: -ον, καταληφθεὶς καὶ κυκλωθείς, Φιλιππίδης ἐν «Φιλευριπίδῃ» 3, Θεόδωρ. παρὰ Στοβ. τ. 64. 34, Διόδ. 2. 50 κτλ.

Greek Monolingual

-ον, Α περικαταλαμβάνω
1. αυτός που κυκλώθηκε και καταλήφθηκε από κάποιον
2. αυτός που ανακαλύφθηκε.