ἐπακόλουθος

Revision as of 10:48, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἐπακόλουθον, following, τὸ ἐ. τῆς ἐπαγγελίας Aristid.Rh.2p.522S.: Comp., PMag.Par.1.1536. Adv. ἐπακολούθως = agreeably to, τῷ ἑαυτῶν τρόπῳ Antip. ap.Stob.4.22.103, cf. PMasp.97 ii 68 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 896] folgend, angemessen, Sp.; – adv., ἑαυτῶν τρόπῳ Antip. Stob. fl. 70, 13.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰκόλουθος: -ον, ἀκολουθῶν ἔκ τινος, ἐπαγγειλάμενος γὰρ οὐκ εἶπε τὸ ἐπακόλουθον τῆς ἐπαγγελίας Ἀριστείδ. 2. 498. Ἐπίρρ. -θως, συμφώνως πρός, ἑαυτῶν τρόπῳ Ἀντίπατρ. παρὰ Στοβ. 428. 9.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπακόλουθος, -ον) επακολουθώ
αυτός που επακολουθεί, που ακολουθεί ύστερα από κάτι άλλο
νεοελλ.
(το ουδ. συν. στον πληθ. ως ουσ.) τα επακόλουθα
αποτελέσματα, επιγεννήματα, συνέπειες
μσν.
φρ. «ἐπακόλουθος τῆς συγκλήτου» — συγκλητικός, μέλος της συγκλήτου.
επίρρ...
ἐπακολούθως
σύμφωνα με κάτι («ἐπακολούθως τῷ ἑαυτῶν τρόπῳ»).