ἁρμολογέω

Revision as of 10:50, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

join, pile together, τάφον AP7.554 (Phil.):—Pass., τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (ii A.D.): metaph., ἡρμολογημένον τῷ πρὸ ἑαυτοῦ closely connected with... S.E.M.5.78.

Spanish (DGE)

encajar, colocar τάφον AP 7.554 (Phil.)
en v. pas. τὰ μέλαθρα τῶν θυρίδων ... ἡρμολόγηται PRyl.233.6 (II d.C.), ἕκαστον τῶν ζῳδίων ἡρμολογημένον S.E.M.5.78.

German (Pape)

[Seite 356] zusammenfügen, τάφον Philip. 78 (VII, 554).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
arranger, organiser.
Étymologie: ἁρμός, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

ἁρμολογέω:
1 складывать, устраивать (τάφον Anth.);
2 непосредственно примыкать: ἡρμολογημένος τῷ πρὸ ἑαυτοῦ Sext. непрерывный, сплошной.

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμολογέω: συναρμολογῶ, συναρμόζω, κατασκευάζω, τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι σῶμα, οὐδ’ ὥσπερ ἡρμολογημένον τῷ πρό ἑαυτοῦ, συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. συναρμολογέω.

Greek Monotonic

ἁρμολογέω: μέλ. -ήσω (λέγω), ενώνω, συναρμολογώ, κατασκευάζω, σε Ανθ.

Middle Liddell

λέγω
to join, pile together, Anth.