κοκκίον
From LSJ
ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;
English (LSJ)
τό, Dim. of
A κόκκος 1, Dsc.3.55 (interpol.); χαμαιμήλων Philotim. ap. Orib.5.33.7.
2 Dim. of κόκκος III, pill, Gal.12.496, Alex. Trall. 5.4.
German (Pape)
[Seite 1471] τό, dim. von κόκκος, bei den Aerzten, Pillen.
Greek (Liddell-Scott)
κοκκίον: τό, ὑποκορ. τοῦ κόκκος ΙΙΙ, Ἀλέξ. Τραλλ. 5. σ. 283.