μονοκάλαμος

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοκάλᾰμος Medium diacritics: μονοκάλαμος Low diacritics: μονοκάλαμος Capitals: ΜΟΝΟΚΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: monokálamos Transliteration B: monokalamos Transliteration C: monokalamos Beta Code: monoka/lamos

English (LSJ)

μονοκάλαμον,
A with a single stalk or stem, Thphr. HP 8.4.3, 8.9.2.
II with a single reed or pipe, Ath.4.184a.

German (Pape)

[Seite 203] einhalmig, einstengelig, σῦριγξ, Ath. IV, 184 a, im Gegensatz der πολυκάλαμος.

Greek (Liddell-Scott)

μονοκάλᾰμος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐξ ἑνὸς καλάμου ἢ αὐλοῦ, Ἀθήν. 184Α.

Greek Monolingual

μονοκάλαμος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ένα μόνο καυλό ή στέλεχος
2. αυτός που σύγκειται από ένα μόνο καλάμι («τὴν μονοκάλαμον σύριγγα Ἕρμῆν εὑρεῖν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + κάλαμος].