ὁδοποιητικός
From LSJ
English (LSJ)
ὁδοποιητική, ὁδοποιητικόν, finding a way, practical, Zeno Stoic. 1.20; μέθοδός ἐστιν ἕξις ὁ. μετὰ λόγου Phlp.in Ph.6.28, Eustr.in EN7.13; ἐπιστήμη, e.g. ἰατρική, Phlp. in Cat.141.21.
German (Pape)
[Seite 293] ή, όν, den Weg bahnend, vorbereitend, fördend, Arist. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁδοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς ὁδοποίησιν, Διον. Ἀρ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ὁδοποιητικός, -ή, -όν) οδοποιώ
κατάλληλος για την κατασκευή οδού, δρόμου
νεοελλ.
φρ. «οδοποιητικό μηχάνημα» — μηχάνημα ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας.