ὁδοποιητικός

From LSJ
Revision as of 10:52, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron

Sophocles, Antigone, 816
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοποιητικός Medium diacritics: ὁδοποιητικός Low diacritics: οδοποιητικός Capitals: ΟΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hodopoiētikós Transliteration B: hodopoiētikos Transliteration C: odopoiitikos Beta Code: o(dopoihtiko/s

English (LSJ)

ὁδοποιητική, ὁδοποιητικόν, finding a way, practical, Zeno Stoic. 1.20; μέθοδός ἐστιν ἕξις ὁ. μετὰ λόγου Phlp.in Ph.6.28, Eustr.in EN7.13; ἐπιστήμη, e.g. ἰατρική, Phlp. in Cat.141.21.

German (Pape)

[Seite 293] ή, όν, den Weg bahnend, vorbereitend, fördend, Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς ὁδοποίησιν, Διον. Ἀρ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁδοποιητικός, -ή, -όν) οδοποιώ
κατάλληλος για την κατασκευή οδού, δρόμου
νεοελλ.
φρ. «οδοποιητικό μηχάνημα» — μηχάνημα ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας.