σιτοδοσία
From LSJ
English (LSJ)
ἡ,
A gratuitous distribution of corn, D.H.7.45, Poll.8.103 (pl.).
2 allowance of corn, ὁ ἀγορασμὸς τῆς σ. LXX Ge.42.19.
German (Pape)
[Seite 885] ἡ, Getreideschenkung, unentgeltliche Getreidespendung ans Volk, Sp.; auch D. Hal. 7, 45 für σιτοδασία vermuthet.
Greek (Liddell-Scott)
σῑτοδοσία: ἡ, δωρεὰν διανομὴ σίτου, τροφοδοσία, Διον. Ἁλ. 7. 45, Ἀντιφῶν παρὰ Πολυδ. Η΄, 103.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σιτοδοτ(ε)ία, Α σιτοδότης
η δωρεάν παροχή σιταριού.