χαραγμός
From LSJ
Full diacritics: χαραγμός | Medium diacritics: χαραγμός | Low diacritics: χαραγμός | Capitals: ΧΑΡΑΓΜΟΣ |
Transliteration A: charagmós | Transliteration B: charagmos | Transliteration C: charagmos | Beta Code: xaragmo/s |
ὁ,
A incision, notch, Thphr. HP 3.11.3, 3.13.5.
II stamped document, PRyl.160 (a).10 (i A. D.).
[Seite 1335] ὁ, das Eingraben, Einschneiden, der Einschnitt, Theophr.
ὁ, Α χαράσσω
1. η ενέργεια του χαράσσω, εγκοπή, χάραγμα
2. σφραγισμένο έγγραφο.