ἀνιέρωσις
From LSJ
Ξυνετὸς πεφυκὼς φεῦγε τὴν κακουργίαν → Valens sagaci mente, quod pravum est, fuge → Wenn du verständig bist, dann flieh die Schlechtigkeit
English (LSJ)
-εως, ἡ, consecration, ἱεροῦ D.H.5.35, cf. SIG563.9,16 (Teos), IG9(1).278 (Locr., ii B. C.); dedication of a manumitted slave, Boeot. ἀνιάρωσις IG7.3315 (Chaeronea).
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): beoc. ἀνιάρωσις IG 7.3315 (Queronea)
consagración, αὐτοῦ D.H.5.35, τᾶς χώρας IG 92.192.9, ἀ. καὶ ἀσυλία FD 2.134a.12, 24, cf. IG l.c., 9(1).278 (Lócride II a.C.), IC 129.7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνιέρωσις: -εως, ἡ, καθιέρωσις, ἱεροῦ Διον. Ἁλ. 5. 35.
Greek Monolingual
ἀνιέρωσις, η (AM)
η καθιέρωση ιερού («ἀνιέρωσις μοναστηρίου»).
German (Pape)
ἡ, die Einweihung, z.B. eines Tempels, Dion.Hal. 5.35.