μυόχοδον
From LSJ
English (LSJ)
τό, (χέζω) mouse-dung, only in plural, Thphr. HP 5.4.5 (masc., sed leg. μυοδόχον), Dsc.2.80, Heraclid. ap. Gal. 12.402, Sor. ap. eund.12.416.
German (Pape)
[Seite 218] τό (χέζω, κέχοδα), Mäusedreck, Hippocr., Theophr. u. A. Davon
Greek (Liddell-Scott)
μυόχοδον: τό, (χέζω) κόπρος μυός, «ποντικοκούραδον», Θεοφράστ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 4, 5, ἐν τῷ πληθ. - κατὰ Φώτ. (282, 11) «μυόχοδον: οὐδενὸς ἄξιον».