βουκινίζω
English (LSJ)
blow the trumpet, στρόμβοις S.E.M.6.24:—also βῡκᾰνίζω or βουκινίζω, Eust.1321.33, etc.: βουκῐνάτωρ, ὁ, = Lat. buccinātor, Lyd.Mag.1.46, etc.; cf. βυκάνη.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): βουκαν- Gloss.2.260; βουκην- Et.Gen.β 211B., EM 464.45G.; βυκιν- Eust.1321.33; ἰβυκηνίζω EM l.c., Et.Gud.268.50S.
tocar la trompa τινὲς τῶν βαρβάρων βουκινίζοντες ... πολεμοῦσιν S.E.M.6.24
•entendido como derivación del n. del poeta Ἴβυκος Eust.l.c., ἰβυκ- Et.Gen.l.c., EM l.c., Et.Gud.l.c., v. ἰβυκινίζω
German (Pape)
[Seite 456] die Trompete blasen, στρόμβοις Sext. Emp. adv. math. 6, 24.
Russian (Dvoretsky)
βουκινίζω: (лат. bucino) трубить (στρόμβοις Sext.).
Greek (Liddell-Scott)
βουκινίζω: Λατ. buccino, φισῶ τὴν σάλπιγγα, σαλπίζω, στρόμβοις Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 6. 24· ὡσαύτως βυκανίζω ἢ -ινίζω, Εὐστ. 1321. 33, κτλ.· βουκινάτωρ, ὁ, buccinator, Συλλ. Ἐπιγρ. 5187 c. 8.