φόσσατον
Τί ὕπνος; Καμάτων ἀνάπαυσις, ἰατρῶν κατόρθωμα, δεδεμένων λύσις, ἀγρυπνούντων σοφία, νοσούντων εὐχή, θανάτου εἰκών, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πάσης πνοῆς ἡσυχία, πλουσίων ἐπιτήδευμα, πενήτων ἀδολεσχία, καθημερινὴ μελέτη. → What is sleep? Rest from toil, the success of physicians, the release of those who are bound, the wisdom of the wakeful, what sick men pray for, an image of death, the desire of those who toil in hardship, the rest of all the spirit, a principal occupation of the rich, the idle chatter of poor men, a daily object of concern.
English (LSJ)
τό, = Lat. fossatum, boundary, CIG5187b9 (Ptolemais in Cyrenalca, Edict. Anastasii), IGRom.3.1175 (Syria), Suid. s.v. σέδετον, Zonar.
Greek (Liddell-Scott)
φόσσατον: ἢ φοσσᾶτον, τό, = τῷ Λατ. fossatum, ὄρυγμα, τάφρος ὅριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 5187b. 9, Ζωναρ., Σουΐδ. ἐν λέξ. σέδετον (ἔνθα φωσσάτον). 2) στρατόπεδον, Ἰω. Χρυσ. ΧΙ, 174F, Μαυρίκ. 12, 22, Χρον. Πασχ. 725, Μαλαλ. 30, κλπ. 3) = στρατός, Θεοφάν. 603. 16, Στεφ. Διάκ. 1129, 1148, Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ., 437. 6., 453, 16, κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, Μ
βλ. φουσάτο.