δίγυιος
From LSJ
English (LSJ)
δίγυιον, (γυῖον)
A of two members, Mart. Cap.9.989,990.
II as expl. of διάγυιος, Aristid.Quint.1.16.
Spanish (DGE)
-ον
métr. de dos miembros dicho del pie métrico llamado παίων διάγυιος Aristid.Quint.37.9.
Greek (Liddell-Scott)
δίγυιος: -ον, (γυῖον) ὁ δύο ἔχων μέλη, παρὰ τοῖς μουσικοῖς συγγραφεῦσι.
Greek Monolingual
δίγυιος, -ον (Α)
μουσ. αυτός που έχει δύο μελωδίες, δύο τόνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι- + -γυιος < γυίον «μέλος»].