κατεάσσω

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεάσσω Medium diacritics: κατεάσσω Low diacritics: κατεάσσω Capitals: ΚΑΤΕΑΣΣΩ
Transliteration A: kateássō Transliteration B: kateassō Transliteration C: kateasso Beta Code: katea/ssw

English (LSJ)

later form of κατάγνυμι, break, ib.:—Pass., Arist.Mech.852b22 (though καταγνύῃ, καταγνύμενον occur ib.23, 28), Aesop.179c; cf. κατάσσω.

German (Pape)

[Seite 1393] spätere Nebenform von κατάσσω, Aesop., s. Lob. paralip. 400.

Russian (Dvoretsky)

κατεάσσω: ломать (ξύλον κατεάσσεται Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κατεάσσω: μεταγεν. τύπος τοῦ κατάγνυμι, θραύω, Ἀριστ. Μηχαν. 14, ἐν τῷ Παθ. (ἂν καὶ ὀλίγον κατωτέρω ἀπαντᾷ καταγνύμενον), Αἴσωπ.· ἴδε Λοβεκ. Παρακλ. 400.

Greek Monolingual

κατεάσσω (Α)
κατάγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. του κατάγνυμι σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. κατ-έ-αξ-α, κατά το σχήμα -πραξ-α: πράσσω.