κατεάσσω
From LSJ
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
later form of κατάγνυμι, break, ib.:—Pass., Arist.Mech.852b22 (though καταγνύῃ, καταγνύμενον occur ib.23, 28), Aesop.179c; cf. κατάσσω.
German (Pape)
[Seite 1393] spätere Nebenform von κατάσσω, Aesop., s. Lob. paralip. 400.
Russian (Dvoretsky)
κατεάσσω: ломать (ξύλον κατεάσσεται Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
κατεάσσω: μεταγεν. τύπος τοῦ κατάγνυμι, θραύω, Ἀριστ. Μηχαν. 14, ἐν τῷ Παθ. (ἂν καὶ ὀλίγον κατωτέρω ἀπαντᾷ καταγνύμενον), Αἴσωπ.· ἴδε Λοβεκ. Παρακλ. 400.
Greek Monolingual
κατεάσσω (Α)
κατάγνυμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστωτικός τ. του κατάγνυμι σχηματισμένος υποχωρητικά από τον αόρ. κατ-έ-αξ-α, κατά το σχήμα ἔ-πραξ-α: πράσσω.