ἐξελκυσμός

From LSJ
Revision as of 11:05, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξελκυσμός Medium diacritics: ἐξελκυσμός Low diacritics: εξελκυσμός Capitals: ΕΞΕΛΚΥΣΜΟΣ
Transliteration A: exelkysmós Transliteration B: exelkysmos Transliteration C: ekselkysmos Beta Code: e)celkusmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A pulling out, removal, Ruf. ap. Orib.8.39.13.
II extension, Heliod. ap.Orib.49.10.6.

German (Pape)

[Seite 876] ὁ, das Herausziehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξελκυσμός: ὁ, μεταγωγὴ ὀστοῦ ἢ ὀστῶν ἐκ τῆς ἐπιφανείας εἰς βάθος, Συγγρ. Ἰατρ. Ὁρισμ.

Greek Monolingual

ο (Α ἐξελκυσμός)
ιατρ. σύνολο χειρισμών με τους οποίους επιτυγχάνεται η έξοδος του κυήματος από τα γεννητικά όργανα της μητέρας διά μέσου τών ισχίων και τών ποδιών
αρχ.
1. ώθηση προς τα έξω, μετακίνηση
2. μετακίνηση.