ἀφηλιώτης
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
ἀφηλιώτου, ὁ, = ἀπηλιώτης (q.v.), IG14.1308, Apion ap.J.Ap. 2.2:—hence Adj. ἀφηλιωτικός, ή, όν, Ptol.Geog.1.11, Gem.2.11.
Spanish (DGE)
v. ἀπηλιώτης.
German (Pape)
[Seite 409] zw. L., = ἀπηλιώτης, Arr. An. 5, 6, 1, Krüger ἀπ.; ἀφηλιωτικός Ptol.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφηλιώτης: -ου, ὁ, ὁ ἀνάλογος (ἀλλ’ οὐχὶ ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Ἀττ.) τύπος τοῦ ἀπηλιώτης (ὃ ἴδε), Συλλ. Ἐπιγρ. 6180, καὶ ἐν ταῖς παλαιαῖς ἐκδόσεσι τῆς Ἀρρ. Ἀν. 5. 6, 4, κ. ἀλλ.· - οὕτω τὸ ἐπίθ. ἀφηλιωτικὸς παρὰ Πτολεμ. ἐν Γεωγρ. 1. 11.