Δημοσθένειος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
α, ον, Demosthenic, Longin.34.2:—also Δημοσθενικός, ή, όν, D.H.Rh.11.10, Luc.Dem.Enc.15. Adv. Δημοσθενικῶς Aristid.Rh.1p.510S.
Spanish (DGE)
-α, -ον
de Demóstenes τόνος Them.Or.27.336a, κατορθώματα Longin.34.2.
Greek (Liddell-Scott)
Δημοσθένειος: ος, ον, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν Δημοσθένη ἢ ὅμοιος αὐτῷ, Λογγῖν. 34· οὕτω Δημοσθενικός, ή, όν, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 11. 10, Λουκ. Δημ. Ἐγκωμ. 15.