μεταμελητικός

Revision as of 11:06, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μεταμελητική, μεταμελητικόν, full of regrets, always repenting, Arist.EN 1150a21, Ptol.Tetr.155.

German (Pape)

[Seite 150] ή, όν, zur Reue gehörig, geneigt, Arist. Eth. 7, 7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à se repentir.
Étymologie: μεταμέλομαι.

Russian (Dvoretsky)

μεταμελητικός: полный раскаяния, раскаивающийся Arst.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμελητικός: -ή, -όν, πλήρης μεταμελείας, ἀείποτε μετανοῶν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 7, 2· μεταμελείας μεστός, κατὰ τὸν Πλάτ. ἐν Πολ. 577Ε.

Greek Monolingual

μεταμελητικός, -ή, -όν (ΑM) μεταμελούμαι
αυτός που μετανοεί.

Greek Monotonic

μεταμελητικός: -ή, -όν, γεμάτος τύψεις, σε Αριστ.

Middle Liddell

μεταμελητικός, ή, όν
full of regrets, Arist. [from μεταμέλομαι