ὀρεοφύλαξ
From LSJ
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, saltuarius, Glossaria; desert-guard, Mim.Oxy.413.141, Sammelb. 4636.28 (iii A. D.), prob. in OGI111.16 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 372] ακος, ὁ, Bergwächter (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρεοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων τὰ ὄρη, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀρεοφύλαξ, -ακος, ὁ (Α)
1. φύλακας ορεινών τόπων
2. ερημοφύλακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρεο- (βλ. λ. όρος [ΙΙ]) + φύλαξ.