ἀγκιστρευτικός

From LSJ
Revision as of 11:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγκιστρευτικός Medium diacritics: ἀγκιστρευτικός Low diacritics: αγκιστρευτικός Capitals: ΑΓΚΙΣΤΡΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ankistreutikós Transliteration B: ankistreutikos Transliteration C: agkistreftikos Beta Code: a)gkistreutiko/s

English (LSJ)

ἀγκιστρευτική, ἀγκιστρευτικόν, of or for angling: τὸ ἀγκιστρευτικόν, angling, Pl.Sph.22od; -κὴ τέχνη Gal.Thras. 30.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
relativo a la pesca con anzuelo ἀγκιστρευτικὴ τέχνη Gal.5.861
subst. τὸ ἀ. pesca con caña Pl.Sph.220d.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκιστρευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἁλιείαν: τὸ αγκιστρευτικόν, ἡ δι’ ἀγκίστρου ἁλιεία, ὡς τὸ ἀγκιστρεία, Πλάτ. Σοφ. 220D.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀγκιστρευτικός -ή -όν ἀγκιστρεύω alleen τὸ ἀγκιστρευτικόν hengelsport.