ἀγκιστρευτικός
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
ἀγκιστρευτική, ἀγκιστρευτικόν, of or for angling: τὸ ἀγκιστρευτικόν, angling, Pl.Sph.22od; -κὴ τέχνη Gal.Thras. 30.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
relativo a la pesca con anzuelo ἀγκιστρευτικὴ τέχνη Gal.5.861
•subst. τὸ ἀ. pesca con caña Pl.Sph.220d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκιστρευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς ἁλιείαν: τὸ αγκιστρευτικόν, ἡ δι’ ἀγκίστρου ἁλιεία, ὡς τὸ ἀγκιστρεία, Πλάτ. Σοφ. 220D.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀγκιστρευτικός -ή -όν ἀγκιστρεύω alleen τὸ ἀγκιστρευτικόν hengelsport.