διασφίγγω
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
English (LSJ)
A bind tight, ζώναις τὴν κοιλίαν Erasistr. ap. Gell.16.3.8, cf. Antyll. ap. Orib.7.9.3, Aret.SA1.5:—Pass., [σώματα] κατὰ τὸ μέσον διεσφιγμένα narrow-waisted, Eun.Hist.p.234D.; also σφραγῖσι χρυσοδέτοις δ. ib.p.255 D.; dub.l. ib.p.261 D.
German (Pape)
[Seite 605] durch-, festschnüren, bei Gell. N. A. 16, 3.