κατηναγκασμένως

From LSJ
Revision as of 11:10, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατηναγκασμένως Medium diacritics: κατηναγκασμένως Low diacritics: κατηναγκασμένως Capitals: ΚΑΤΗΝΑΓΚΑΣΜΕΝΩΣ
Transliteration A: katēnankasménōs Transliteration B: katēnankasmenōs Transliteration C: katinagkasmenos Beta Code: kathnagkasme/nws

English (LSJ)

Adv.pf.part.Pass., (καταναγκάζω) of necessity, D.S.15.50, Demetr.Lac.Herc.1012.45, Diog.Oen.33, Alex.Aphr.Fat. 181.23.

German (Pape)

[Seite 1401] gezwungen, D. Sic. 15, 50 u. a. Sp., von καταναγκάζω.

Russian (Dvoretsky)

κατηναγκασμένως: adv. по принуждению, в силу необходимости, поневоле Diod.

Greek (Liddell-Scott)

κατηναγκασμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 15. 50.

Greek Monolingual

κατηναγκασμένως (Α)
επίρρ. κατ' ανάγκη, εξ ανάγκης, κατά ανωτέρα επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. κατηναγκασμένος του ρ. καταναγκάζομαι].