γεργέριμος
English (LSJ)
(sc. ἐλαία), = δρυπεπής, Call.Fr.50, cf. Suid., Hsch.; also of figs, Didym. ap. Ath.2.56d.
Spanish (DGE)
-ον
que cae por sí mismo, maduro de olivas, Call.SHell.283, de higos, Did.Fr.Lex.5.42, cf. Hsch., Phot.γ 84, Sud.
• Etimología: Quizá forma red. de la r. de γέρας q.u.
Greek (Liddell-Scott)
γεργέριμος: (ἐνν. ἐλαία), = δρυπετής, Καλλ. Ἀποσπ. 50, πρβλ. Σουΐδ., Ἡσύχ., Εὐστ.· ὡσαύτως ἐπὶ σύκων, Ἀθήν. 56D.
Greek Monolingual
γεργέριμος, η (Α)
(ενν. ἐλαία)
ελιά ώριμη, έτοιμη να πέσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αμφίβολος παραμένει ο συσχετισμός της λ. με το γέρων καθώς και με το αρχ. ινδ. jarjara- «εύθραυστος, αυτός που απειλεί καταστροφή». Σύμφωνα με νεώτερη άποψη, πρόκειται για λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. gargerīm «ώριμες ελιές»)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: ?
Meaning: kind of olives (Call.). See H., Suid., Ath. 56 d. They are ripe on the tree, δρυπεπής.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem.
Etymology: Unknown. Connection with Skt. jarjara- withered, feeble rejected by Arbenz Die Adj. auf -ιμος 104 m. n. 58. To γέρων etc.? Semitic origin seems possible: Hebr. gargerim ripe olives; Hemmerdinger,Glotta 48 (1970) 41.
Frisk Etymology German
γεργέριμος: {gergérimos}
Meaning: Art Oliven (Kall., Ath. u. a.).
Etymology: Unerklärt. Über die Zusammenstellung mit aind. jarjara- zerbrechlich, hinfällig (und gr. γέρων usw.) s. Arbenz Die Adj. auf -ιμος 104 m. A. 58.
Page 1,299