μελίτινος
English (LSJ)
[λῐ], η, ον, made of honey, τὸν πρὸς χάριν λόγον ἔφη μελιτίνην ἀγχόνην εἶναι Diog. ap. D.L.6.51; στεφάνια POxy.936.11 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 124] = μελιτηρός; Zeno nannte τὸ πρὸς χάριν λέγειν μελιτίνη ἀγχόνη, D. L. 6, 51.
Russian (Dvoretsky)
μελίτῐνος: (λῐ) сладкий как мед (ἀγχόνη Diog. Sinopeus ap. Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
μελίτῐνος: -η, -ον, ἐκ μέλιτος, ἢ γλυκὺς ὡς τὸ μέλι, τὸν πρὸς χάριν λόγον, ἔφη, μελιτίνην ἀγχόνην εἶναι Διογ. Λ. 6. 51.
Greek Monolingual
μελίτινος, -ίνη, -ον (ΑM)
1. αυτός που είναι παρασκευασμένος από μέλι
2. μτφ. αυτός που είναι γλυκός σαν το μέλι («τὸν πρὸς χάριν λόγον ἔφη μελιτίνην ἀγχόνην εἶναι», Διογ. Λαέρτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι, -ιτος + κατάλ. -ινος (πρβλ. γύψινος)].