σθένιος
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ὁ, = σθεναρός, epithet of Zeus in the Argolid, Paus.2.32.7, 2.34.6: fem. σθενιάς, άδος, of Athena, Id.2.30.6, 2.32.5.
German (Pape)
[Seite 876] = σθεναρός, Beiname des Zeus bei den Argeiern; Hesych.; Plut. de mus. 26.
Greek (Liddell-Scott)
σθένιος: ὁ, = σθεναρός, ἐπίθετον τοῦ Διὸς ἐν Ἄργει, δυνατός, Παυσ. 2. 32, 7., 2. 34, 6· θηλ. σθενιάς, -άδος, ἐπίθετον τῆς Ἀθηνᾶς ἐν Τροιζῆνι, δυνατή, αὐτόθι 2. 30, 6., 2. 32, 5.
Greek Monolingual
ὁ, Α σθένος
(προσωνυμία του Διός) σθεναρός, ισχυρός.