ξιφύδριον
Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch
English (LSJ)
τό, Dim. of ξίφος, only used = τελλίνη, Xenocr. ap. Orib. 2.58.116, Hsch.; cf. σκιφύδριον.
German (Pape)
[Seite 280] τό, dim. von ξίφος (?). So heißt die Muschel τελλίνη, Xenocr. 30.
Greek (Liddell-Scott)
ξῐφύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ξίφος, ἀλλὰ μόνον ἐν χρήσει ὡς = τῷ τελλίνη, Ξενοκρ. Ἐνύδρ. 38. 59, ἔνθα ὁ Κοραῆς ἐν σημειώσει (σ. 154) λέγει: «τελλίναι ἢ ξιφύδρια, Ἐπίχαρμος δὲ (παρὰ τῷ Ἀθηναίῳ σ. 85) καὶ τέλλιν (παρὰ τὴν τέλλις εὐθεῖαν) καλεῖ τὴν τελλίναν καὶ σκιφύδριον Αἰολικῶς ἀντὶ ξιφύδριον. Τῶν κογχῶν ἢ χημῶν τὰς ἐλαχίστας εἶναί φησιν ὁ Βελλώνιος (σ. 402) τὰς παρὰ τοῖς ἀρχαίοις καλουμένας τελλίνας» κτλ. -Καθ’ Ἡσύχ.: «ξιφύδρια· κοχλία». Ἴδε Ἐπιχάρμ. Ἀποσπ. 23 Ahr.· πρβλ. ξιφίας. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
Greek Monolingual
ξιφύδριον και, κατά τον Ησύχ., σκιφύδριον, τὸ (Α)
(υποκορ. του ξίφος)
1. μικρό ξίφος
2. η τελλίνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξίφος + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον)].