βοτανίζω
From LSJ
Γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → Decus affert omni mulieri silentium → Es bringt das Schweigen Zierde einer jeden Frau
English (LSJ)
root up weeds, Thphr. CP 3.20.9, PLond.1.131rii 42 (i A. D.), GP.3.3.13:—Pass., ib.2.24.3.
Spanish (DGE)
agr. escardar σκάλλειν καὶ βοτανίζειν Thphr.CP 3.20.9, cf. PCair.Zen.635.9, 701.32 (ambos III a.C.), SB 9699.2.43 (I d.C.), ὅταν δὲ ἀποσταχύῃ τὰ σπαρέντα, βοτανίσαι αὐτά Gp.3.3.13, cf. en v. pas. 2.24.3.
German (Pape)
[Seite 455] Unkraut ausjäten, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βοτᾰνίζω: μέλλ. –ίσω, ἐκριζώνω ἄγρια χόρτα, Θεόφρ. Αἰτ. Φ. 3. 20, 9.
Greek Monolingual
(AM βοτανίζω) βοτάνη
ξεριζώνω τα άγρια χόρτα από καλλιεργημένο χώρο.