ἀχθοφορία

Revision as of 11:13, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

ἡ, bearing of burdens, βαρῶν Plu.2.1130d (pl.), cf. Luc.Asin.19; μυρμήκων M.Ant.7.3; any heavy pressure, Hp.Art.63.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Art.63, Aret.SD 1.6.5
carga, peso πίεξις καὶ ἀ. πᾶν κακὸν ... ἐστί Hp.l.c., c. gen. obj. βαρῶν τινων ἀχθοφορίαι Plu.2.1130d, cf. Poll.9.159
como actividad propia de esclavos, analfabetos o anim. junto a αἰχμαλωσία Luc.Asin.19, τοῖσι δὲ ἀπαιδεύτοισι ἀχθοφορίη Aret.l.c., c. gen. subjet. μυρμήκων ταλαιπωρίαι καὶ ἀχθοφορίαι M.Ant.7.3.

German (Pape)

[Seite 418] das Lasttragen, Luc. Asin. 19; Plut.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de porter un fardeau.
Étymologie: ἀχθοφόρος.

Russian (Dvoretsky)

ἀχθοφορία: ἡ (тж. βαρῶν Plut.) таскание тяжестей, переноска Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχθοφορία: ἡ, τὸ ἀχθοφορεῖν, βαρῶν Πλούτ. 2. 1130D· πᾶσα βαρεῖα πίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 829: - οὕτως, ἀχθοφόρημα, τό, Νικήτ. Χρον. 40C· -φορικός, ή, όν, κατάλληλος πρὸς τὸ φέρειν βάρη ἢ ἀνήκων εἰς ἀχθοφορίαν, Βασίλ.

Greek Monolingual

ἀχθοφορία, η (Α) αχθοφόρος
1. η μεταφορά φορτίου
2. ισχυρή πίεση.