προϋφαιρέω

Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

snatch, π. τὰς ἐκκλησίας, i.e. have them held before the proper time, Aeschin.2.61.

German (Pape)

[Seite 795] (s. αἱρέω), vorher (darunter) wegnehmen, τὰς ἐκκλησίας πρὶν ἐπιδημῆσαι τοὺς πρέσβεις, Aesch. 2, 61.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
enlever secrètement auparavant.
Étymologie: πρό, ὑφαιρέω.

Russian (Dvoretsky)

προϋφαιρέω: досл. тайком похищать, перен. предвосхищать, преждевременно созывать (τὰς ἐκκλησίας Aeschin.).

Greek (Liddell-Scott)

προϋφαιρέω: προϋποκλέπτω, πρ. τὴν ἐκκλησάιν, δηλ. συγκροτῶ συνέλευσιν αὐτῆς πρὸ τοῦ ὡρισμένου χρόνου, Αἰσχίν. 36 5.

Greek Monotonic

προϋφαιρέω: μέλ. -ήσω, αφαιρώ από πριν κρυφά, πρ. τὴν ἐκκλησίαν, δηλ. συγκροτώ συνέλευση (χωρίς ανακοίνωση) πριν από τον καθορισμένο χρόνο, σε Αισχίν.