παλίνστρεπτος

Revision as of 11:20, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

παλίνστρεπτον, turned backward, Κριός Max.80, cf. Nic.Th.679 (v.l. παλίστρεπτος).

German (Pape)

[Seite 450] rückwärts gedreht, zurückgewendet, Nic. Th. 679, auch παλίστρεπτος geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίνστρεπτος: -ον, ὁ πρὸς τὰ ὀπίσω ἐστραμμένος, πρὸς τὰ ὀπίσω φέρων, κέλευθος Μάξιμ. π. καταρχ. 80, Νικ. Θηρ. 679 (διάφορ. γραφ. παλιστρ-).

Greek Monolingual

παλίνστρεπτος και παλίστρεπτος, -ον (Α)
στραμμένος προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλι(ν) + στρεπτός (< στρέφω), πρβλ. εύστρεπτος].