ἀχρήσιμος
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ἀχρήσιμον, useless, ἐν ἀ. διαθέσει CPHerm.119riv9 (iii A. D.), cf. Sopat. in Rh. 8.10 W., Hippiatr.14.
Spanish (DGE)
-ον
inútil, inservible ἐν ἀχρησίμῳ νῦν διαθέσει de tierras CPHerm.119re.4.9 (III d.C.), ὥστε ἀχρήσιμόν μοι τὴν γεωργίαν γενέσθαι PCol.171.6 (IV d.C.), ἀχρήσιμος ἔσται ἡ γονή de los asnos, Hippiatr.14.10, cf. Sopat.Rh.Tract.10.19, AB 456.17, An.Ox.4.112.18, Sch.Theoc.15.8b, Sch.Lyc.521, Hsch.s.u. ἀπευκταίοις.
German (Pape)
[Seite 419] unbrauchbar, unnütz, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρήσιμος: -ον, ἄχρηστος, ἀνωφελής, Θεοφρ. Αἰτ. Φυτ. 6. 19, 3, Χρησμ. Σιβυλλ. 8. 382· παρὰ Βυζ. προσέτι ἀχρησίμευτος: - Οὐσιαστ. ἀχρησιμότης, ἡ, Γλωσσ.